Απάντηση ΝΣΚ: Πότε Αιρετοί Δήμων τίθενται σε αργία

Ερώτημα προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είχε απευθύνει το Υπουργείο Εσωτερικών, αναφορικά με τη θέση Αιρετού Δήμου σε κατάσταση αργίας.Το ΝΣΚ εξέδωσε την αριθμ. 36/2020 ομόφωνη Γνωμοδότησή του, η οποία μάλιστα – όπως σημειώνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του – έχει γίνει αποδεκτή, γεγονός που σημαίνει ότι αποτελεί πλέον πράξη υποχρεωτική για τη Διοίκηση.

Συγκεκριμένα, το ΥΠΕΣ, έχοντας να αντιμετωπίσει υπόθεση Δημοτικού Συμβούλου,ρώτησε:

α)Εάν η έκδοση διαπιστωτικής διοικητικής πράξης θέσεως Αιρετού Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κατάσταση αργίας, κατ’ εφαρμογή του β’ εδαφίου της παρ.1 του αρ.236Α του ν.3852/2010, προϋποθέτει να συνέτρεξαν άπαξ στο πρόσωπο του Αιρετού η αμετάκλητη παραπομπή για κακούργημα και η επιβολή σε βάρος του περιοριστικών όρων ή προσωρινής κράτησης, χωρίς να απαιτείται να εξακολουθούν να συντρέχουν οι καταστάσεις αυτές και κατά το χρόνο εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως και, σε καταφατική περίπτωση, εάν το επιβληθέν με τη διαπιστωτική πράξη διοικητικό μέτρο της αργίας ανατρέχει και σε προηγούμενη αυτοδιοικητική περίοδο, κατά την οποία συνέτρεξαν οι πιο πάνω καταστάσεις στο πρόσωπο του Αιρετού.

β) Εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσεως Αιρετού Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κατάσταση αργίας κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν κατά το χρόνο της αμετάκλητης παραπομπής του για κακούργημα και ισχύος περιοριστικών όρων σε βάρος του δεν είχε την ιδιότητα του Αιρετού, ενώ οι περιοριστικοί όροι ήρθησαν μετά την επικύρωση του αποτελέσματος της εκλογής του και πριν την ορκωμοσία και εγκατάσταση των Δημοτικών Αρχών για τη νέα αυτοδιοικητική περίοδο.

Το Ε’ Τμήμα του ΝΣΚ γνωμοδότησε ότι η έκδοση σε βάρος Αιρετού διαπιστωτικής πράξης περί θέσεώς του σε αργία, κατ’ εφαρμογή του εδαφίου β΄ της παρ.1 του αρ.236Α του ν.3852/2010, επιβάλλεται όταν συντρέξουν άπαξ στο πρόσωπό του οι καταστάσεις που περιγράφονται στη διάταξη αυτή, ήτοι παραπομπή για κακούργημα με αμετάκλητο βούλευμα ή κλητήριο θέσπισμα με περιοριστικούς όρους ή προσωρινή κράτηση σε βάρος του που, είτε ίσχυαν κατά το χρόνο που το παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα έγιναν αμετάκλητα, είτε επιβλήθηκαν μετά την αμετάκλητη παραπομπή μέχρι τη λήξη της υποδικίας με την έκδοση είτε καταδικαστικής σε πρώτο βαθμό είτε τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης και εφόσον ο αμετακλήτως παραπεμπόμενος κατείχε ή απέκτησε την ιδιότητα του Αιρετού από το χρόνο που συνέτρεξαν οι καταστάσεις αυτές μέχρι τη λήξη της ως άνω υποδικίας.

Η ισχύς του μέτρου της αργίας θα ανάγεται, είτε στο χρόνο που το παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα κατέστησαν αμετάκλητα, όταν οι περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση ίσχυαν κατά το χρόνο αυτό, είτε στο χρόνο που επιβλήθηκαν σε βάρος του παραπεμπόμενου Αιρετού περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση, όταν οι τελευταίοι επιβλήθηκαν μετά το αμετάκλητο της παραπομπής και μέχρι τη λήξη της υποδικίας.

Η αναδρομικότητα, όμως, της διαπιστωτικής πράξης δεν μπορεί να επεκταθεί σε προηγούμενη και ήδη λήξασα αυτοδιοικητική περίοδοούτε επεκτείνεται σε επακολουθούσα αυτοδιοικητική περίοδο, ώστε, στην τελευταία περίπτωση, απαιτείται η έκδοση νέας πράξης περί θέσεως του Αιρετού σε αργία, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η κατάσταση της υποδικίας και κατά τη νέα αυτοδιοικητική περίοδο, με χρόνο έναρξης αυτό της ανάληψης των καθηκόντων του.

Στη δε περίπτωση που συνέτρεξαν οι πιο πάνω καταστάσεις σε ορισμένο πρόσωπο προτού αυτό αποκτήσει την ιδιότητα του Αιρετού, η πράξη θα ισχύσει από το χρόνο που απέκτησε το πρόσωπο αυτό την ιδιότητα του Αιρετού και μέχρι τη λήξη της υποδικίας.