Ήρθε η κυρία Ιωάννα, η κυρία Δήμητρα, η κυρία Μάρθα και ένας κύριος. Δε τον γνώριζα. Τον καλωσόρισα στην παρέα μας αλλά ήταν εμφανώς νευριασμένος. Δε πειράζει σκέφτηκα, έτσι και αλλιώς οι άντρες είναι συνήθως οι πιο δύσκολοι στην επικοινωνία. Θα τον αφήσω να κοιτάξει τις κυρίες πως επικοινωνούν με τους σκύλους και ίσως θελήσει να μιλήσει και εκείνος μαζί μας ύστερα.
Ξαφνικά άρχισε να μου μιλάει, για σκύλους. Είναι κακοί λέει, έχουν κλείσει σπίτια. Πως τα έχουν κλείσει? Σκοτώνουν λέει παιδιά, δαγκώνουν κόσμο, είναι επικίνδυνα για την υγεία του ανθρώπου. Μου τράβηξε το ενδιαφέρον αλλά ξαφνικά διαπίστωσα ότι δεν ήθελε να κουβεντιάσει, ήθελε μόνο να τον ακούω.
Κανονικά οφείλω να μιλάω με όλους τους παρευρισκόμενους, οπότε γύρισα για μία μόλις στιγμή να ρωτήσω αν η κυρία Ιωάννα ένιωθε καλά με τη Μαρίτσα που κουνούσε δυνατά την ουρά της περιμένοντας να πάρει λιχουδιά.
«Δε με προσέχεις» μου είπε. Του λέω προσέχω, συνεχίστε. «Στο λαϊκό που δούλευα, μου έφεραν ένα παιδί που είχε μια σκιά στον πνεύμονα που οφειλόταν στους σκύλους». Γιατρός είστε? Ρώτησα. «Δε παίζει ρόλο» είπε σιγανά. Μετά από λίγο νευρίασε πάρα πολύ γιατί γύρισα πάλι το κεφάλι μου από την άλλη. «Δε με παρακολουθείς» είπε και έφυγε.
Συνεχίσαμε τη συνεδρία με τις κυρίες που ήταν ιδιαίτερα χαρούμενες όπως κάθε φορά είναι όταν βλέπουν τα «σκυλάκια». Ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι πάσχουν από άνοια, αλτσχάιμερ ή κατάθλιψη, η ώρα που είναι τα σκυλάκια στο σαλόνι, είναι η πιο χαρούμενη.
Τις περισσότερες φορές φορούν τα ρούχα τους, δεν κατεβαίνουν με νυχτικό, γιατί άλλωστε συναντούν όχι μόνο κάποιους ξένους, αλλά και ανθρώπους από άλλα δωμάτια που δεν έχουν συναντήσει, ή δε θυμούνται ότι έχουν συναντήσει. Είναι μια κοινωνική συνάντηση, όπως αυτές που πήγαιναν στα νιάτα τους.
Το περίεργο όμως είναι ότι κάθε φορά τα σκυλάκια τα θυμούνται. Και αυτό το μικρό το καφέ με τα μαλλάκια, το αγαπημένο τους. Αν πάω χωρίς το μικρό το καφέ με τα μαλλάκια, με ρωτούν που είναι, γιατί δεν το έφερα, μήπως κάποιος άλλος το πήρε.
Στην επόμενη συνεδρία, μόλις λίγες μέρες μετά, ο κύριος που είχε νευριάσει μαζί μου επειδή δε τον παρακολουθούσα, δεν ήταν καλεσμένος. Όταν ένας άνθρωπος νιώθει δυσφορία από την παρουσία των σκύλων, δε πρέπει να πιέζεται, δεν είναι αυτός ο στόχος μας.
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και άκουσα βήματα από τον διάδρομο. Εμφανίστηκε ο κύριος, αυτός ο περίεργος. «Η κυρία Κατερίνα μου είπε να μείνω στο δωμάτιο μου, αλλά εγώ εδώ ακούω ότι έχετε τα σκυλιά και ήρθα». Προς μεγάλη μου έκπληξη, το πρώτο βήμα έγινε. Ήρθε μόνος του. Παρόλο που δεν τα συμπαθεί, παρόλο που είχε δείξει ότι νευριάζει με την παρουσία τους, κάτι τον τράβηξε να έρθει στο σαλόνι.
Τον καλωσορίσαμε, έκατσε. Άρχισε να μας μιλάει, πάλι για το πρόβλημα που αντιμετώπισε τότε στο λαϊκό με το παιδάκι που κάτι είχε στον πνεύμονα που σίγουρα έφταιγαν οι σκύλοι. Είδε όμως ότι κανέναν δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα αυτή η ιστορία, γιατί οι κυρίες ήταν τόσο χαρούμενες και πάλι από την παρουσία των σκύλων που τραβούσαν την προσοχή.
Αποφάσισε να αλλάξει τακτική προσέγγισης, με ρώτησε πόσο τρώνε, τι τρώνε, που είναι η τροφή τους και πόσο κοστίζει. Του έδειξα ένα σακουλάκι με λιχουδιές που είχα μαζί μου και άρχισε να το μυρίζει «ωραία μυρίζει» μου είπε. Και το κράτησε. Προσπαθούσα να μην του δίνω πολλή σημασία, όχι μόνο γιατί αυτό οφείλω να κάνω προς έναν άνθρωπο που είναι αρνητικός στην παρουσία των σκύλων αλλά γιατί έβλεπα ότι αυτό αν μη τι άλλο, λειτουργεί.
Κάποια στιγμή λίγα λεπτά μετά και αφού μιλούσα με την κυρία Μάγδα για την όμορφη μπλούζα που φορούσε, με την άκρη του ματιού μου, είδα τον κύριο Χάρη να δίνει λιχουδιά στο ένα σκυλάκι στα κρυφά. Το πέταξε κάτω τόσο γρήγορα για να μην τον δούμε αλλά …τον είδαμε!
Γιώργο πιάσε σε παρακαλώ την λιχουδιά από το πάτωμα, να την δώσει ο κύριος Χάρης στο σκυλάκι, είπα. «Όχι όχι, δε θέλω» είπε σιγανά και έφυγε.
Μαρίνα Λυμπεροπούλου